Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγέραστος  
επίθετο

1 che non inve`cchia; se`mpre gio`vane
2 ((figurato)) intramonta`bile

αγήραστος
επίθετο

variante di [αγέραστος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγέρας αγερένιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---