Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγερικό
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [αερικό]

αερικό  
ουσιαστικό ουδέτερο

folle`tto ~m~; spettro ~m~; spirite`llo ~m~; spi`rito ~m~ folle`tto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγερικιά αγερικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---