Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγερικό
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [αερικό] αερικό ουσιαστικό ουδέτερο folle`tto ~m~; spettro ~m~; spirite`llo ~m~; spi`rito ~m~ folle`tto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |