Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαεριτζής
ουσιαστικό αρσενικό 1 imbroglio`ne ~m~; truffato`re ~m~ 2 ((popolare)) bidoni`sta ~m~ αεριτζού ουσιαστικό θηλυκό femminile di [αεριτζής ^-ή, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |