Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αεριωθούμενο

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αεριωθούμενο  
ουσιαστικό ουδέτερο

aviazione jet ~m~; ae`reo ~m~ a reazio`ne

permalink
‹ αεριώδης
αερο– ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αερισμένος [επίθ.]
αερισμός [ουσ αρσ ]
αεριτζής {αεριτζήδε...
αεριτζού {αεριτζούδ...
αεριώδης {αεριώδ-ου...
αεριωθούμενο {-ου κ. -ο...
αερο– [πρθμ.]
αεροβάμων [επίθ.]
αεροβασία [θηλ.ουσ]
αεροβάτης [ουσ αρσ ]
αεροβατώ {αεροβατεί...
αερόβιος [επίθ.]
αεροβίωση {-ης κ. -ώ...
αεροβόλο [ουσ ουδ.]
αεροβόλον [ουσ ουδ.]
αερογέφυρα {αερογεφυρ...
αερογραμμή [θηλ.ουσ]
αερογράφος [ουσ αρσ ]
αεροδείχτης [ουσ αρσ ]
αεροδιάδρομος {αεροδιαδρ...


{{ID:AERIWQOYMENO100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti