Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαέριο
ουσιαστικό ουδέτερο gas ~m~ φωτιστικό αέριο==gas illuminante | δακρυγόνο αέριο==gas lacrimogeno | τοξικό αέριο==gas tossico | θάλαμος αερίων==camera a gas permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο δακρυγόνο αέριο = gas [αρσ. άκλ.] lacrimogeno Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |