Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγερίζω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αερίζω]

αερίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 fare a`ria
2 aera`re; arieggia`re; ventila`re αερίζω το δωμάτιο==arieggiare la stanza
3 fare pre`ndere a`ria; espo`rre all'a`ria ape`rta αερίζω τις κουβέρτες==far prendere aria alle coperte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγέρι αγερική  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---