Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αεράτος  
επίθετο

1 arieggia`to; ventila`to
2 figurato; di persona disinvo`lto; spiglia`to μπήκε αεράτη αεράτη στην τάξη==entrò nella classe tutta disinvolta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αέρας άεργος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---