Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγελαδίσιος  
επίθετο

vacci`no; di mucca; di vacca γελαδίσιο τυρί==formaggio vaccino, di latte di mucca

γελαδίσιος
επίθετο

variante di [αγελαδίσιος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγελαδινός αγελαδίτσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---