Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγελαδάρης
ουσιαστικό αρσενικό 1 bova`ro ~m~ 2 vacca`io ~m~ 3 vacca`ro ~m~ αγελαδάρισσα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [αγελαδάρης ^-η, ο^] γελαδάρης ουσιαστικό αρσενικό 1 variante di [αγελαδάρης] 2 vacca`io ~m~ γελαδάρισσα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [αγελαδάρισσα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |