Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγγούρι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 botanica cetrio`lo ~m~
2 ((figurato)) difficoltà ~f~; osta`colo ~m~ αυτή η δουλειά είναι μεγάλο αγγούρι==questo lavoro è molto difficile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγγονή αγγράφα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---