Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγέλιο
ουσιαστικό ουδέτερο risa`ta ~f~, riso ~m~ ξεκαρδιστικό γέλιο==risata fragorosa | πεθαίνω στα γέλια==morir dal ridere | είναι για γέλια==è proprio ridicolo, fa ridere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |