Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γελοίος  
επίθετο

1 ridi`colo, risi`bile τι γελοίο ντύσιμο!==che abbigliamento ridicolo!
2 irriso`rio; esi`guo; ridi`colo μου προσέφεραν ένα γελοίο ποσόν==mi hanno offerto una somma irrisoria

γελοιότατος
επίθετο

superlativo di [γελοίος]

γελοιότερος
επίθετο

comparativo di [γελοίος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γελοιοποιώ γελοιότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---