Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γεμάτος  
επίθετο

1 pie`no; colmo γεμάτο φεγγάρι==luna piena
2 arma ca`rico
3 παχύς grassotte`llo, grasso`ccio; pieno`tto; rotonde`tto η αδελφή μου είναι πιο γεμάτη από μένα==mia sorella è più rotondetta di me

γιομάτος
επίθετο

variante di [γεμάτος ^-η, -ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γελωτοποιός γεμίζω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


(locale pubblico) όλα γεμάτα = tutto esaurito


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---