Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γεμισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [γεμίζω]
2 ca`rico
3 imbotti`to
4 onu`sto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γέμισμα γεμιστήρας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---