Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γενεά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [γενιά ^-άς, η^]

γενιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 generazio`ne ~f~ η γενιά του μεσοπολέμου==la generazione tra le due guerre mondiali
2 καταγωγή sti`rpe ~f~; schia`tta ~f~; discende`nza ~f~; casa`to ~m~; fami`glia ~f~ κρατάει από αριστοκρατική γενιά==discende da un nobile casato+++τον πέρασα γενεές δεκατέσσερες==gliene ho dette di tutti i colori

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γενάτος γενεαλογία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---