Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγενικός
επίθετο 1 genera`le; gene`rico γενική επιστράτευση==mobilitazione generale | γενική δοκιμή==prova generale | σε γενικές γραμμές είμαστε σύμφωνοι==in linea generale, in linea di massima siamo d'accordo | γενικός παθολόγος==medico generico | γενικό ξεπούλημα==svendita totale, liquidazione 2 gene`rico; vago; astra`tto γενικός ουσιαστικό αρσενικό diretto`re ~m~; ispetto`re ~m~ genera`le ο κύριος Γενικός θα σας δεχθεί σε λίγο==il signor Direttore La riceverà, La vedrà fra breve γενικότατος επίθετο superlativo di [γενικός] γενικότερος επίθετο comparativo di [γενικός] γενικώτατος επίθετο superlativo di [γενικός] γενικώτερος επίθετο comparativo di [γενικός] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαοι γενικές γνώσεις [f.] = cultura [θηλ.] generale Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |