Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γενικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 generalità ~f~; universalità ~f~
2 disco`rso ~m~ gene`rico, vago

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γενικότερος γενικώς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---