Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγενναίος
επίθετο 1 πρόσωπο coraggio`so 2 ποσότητα gra`nde; abbonda`nte γενναία μερίδα==una porzione abbondante 3 δώρο genero`so; la`uto απαίτησε γενναία αμοιβή==ha richiesto una lauta ricompensa | γενναίο φιλοδώρημα==una mancia generosa γενναιότατος επίθετο superlativo di [γενναίος] γενναιότερος επίθετο comparativo di [γενναίος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |