Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γεννάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [γεννώ]

γεννιέμαι
ρήμα παθητικό

na`scere; veni`re al mo`ndo γεννήθηκα το 1970==sono nato nel 1970

γεννώ  
ρήμα μεταβατικό

1 donne partori`re η γιαγιά μου γέννησε οκτώ παιδιά==mia nonna ha partorito otto figli
2 uomini genera`re Αβραάμ εγέννησεν Ισαάκ==Abramo generò Isacco
3 animali figlia`re
4 ovipari depo`rre le uo`va
5 ((figurato)) provoca`re η στάση του γεννά υποψίες==il suo atteggiamento fa nascere dei sospetti+++γεννάει το μυαλό του==ha una mente inventiva

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γενναιόψυχος γέννημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---