Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγένος
ουσιαστικό ουδέτερο 1 stirpe ~f~; schia`tta ~f~; discende`nza ~f~ το γένος των Ατρειδών==la stirpe degli Atrei | το ανθρώπινο γένος==il genere umano, l'umanità 2 di donna sposata co`gnome ~m~ di na`scita η κυρία Χρήστου, το γένος Δημητράκου==la signora Cristou, nata Dimitrakou 3 nazio`ne ~f~; razza ~f~ το ελληνικό γένος==la nazione ellenica 4 biologia sesso ~m~ 5 grammatica ge`nere ~m~ θηλυκό γένος==genere femminile | αρσενικό γένος==genere maschile | ουδέτερο γένος==genere neutro 6 persone categori`a ~f~ το γένος των δικηγόρων==la categoria degli avvocati permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |