Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γερανός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 zoologia gru ~f~
2 automobile carro ~m~ attre`zzi
3 tecnologia gru ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γερανογέφυρα γεραρός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---