Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΓερμανίδα
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [Γερμανός ^-ού, ο^] 2 tede`sca ~f~; abita`nte ~f~ della Germa`nia Γερμανός ουσιαστικό αρσενικό tede`sco ~m~; abita`nte ~m~ della Germa`nia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |