Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γερμάς
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [γιαρμάς ^-ά, ο^]

γιαρμάς  
ουσιαστικό αρσενικό

botanica ((popolare)) pesca ~f~; tipo ~m~ di pesca

γιερμάς
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [γιαρμάς ^-ά, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γερμανόφοβος γερμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---