Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγιατρέσα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [γιατρός] γιατρίνα ουσιαστικό θηλυκό 1 altra forma del femminile di γιατρός ^-ού, ο^ 2 dottore`ssa ~f~ 3 mo`glie ~f~ del me`dico γιάτρισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 altra forma del femminile di γιατρός ^-ού, ο^ 2 dottore`ssa ~f~ 3 mo`glie ~f~ del me`dico γιατρός ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό me`dico ~m~, dotto`re ~m~ ιατρός ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό variante di [γιατρός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |