Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγιγαντιαίος
επίθετο 1 gigante`sco γιγαντιαίες διαστάσεις==dimensioni gigantesche | γιγαντιαίο παράστημα==statura gigantesca 2 ((per estensione)) eno`rme; colossa`le; gigante`sco γιγαντιαίες προσπάθειες==sforzi giganteschi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |