Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γιγαντώνομαι
ρήμα παθητικό

1 giganteggia`re; ingiganti`rsi
2 ((figurato)) ingrandi`rsi enormeme`nte; ingiganti`rsi γιγαντώθηκαν οι ελπίδες μας==le nostre speranze si sono ingigantite

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γιγαντωμένος γίγας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---