Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γινάτι  
ουσιαστικό ουδέτερο

((popolare)) dispe`tto ~m~; punti`glio ~m~; ripi`cca ~f~ το 'βαλε γινάτι==si è incaponito+++το γινάτι βγάζει μάτι==chi si intestardisce, finirà col pagarla cara |

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γινατεύω γίνεται  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---