Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιγοβοσκός  
ουσιαστικό αρσενικό

capra`io ~m~

γιδοβοσκός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αιδοβοσκός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιγλοβολία αιγοκάμηλος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---