Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιγοπρόβατα  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

1 zoologia gli ovi`ni ~mp~
2 gregge ~m~ di capre e pe`core

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Αιγόκερως Αιγύπτια, (raro) Αιγυπτία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---