Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιδεσιμότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αιδεσιμότητα]

αιδεσιμότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

venerabilità ~f~

δεσιμότητα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αιδεσιμότητα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιδεσιμότατος αιδεσιμώτατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---