Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαιδώς
ουσιαστικό θηλυκό 1 pudo`re ~m~; vergo`gna ~f~ 2 diritto pudo`re ~m~ προσβολή της δημοσίας αιδούς==reato contro il pubblico pudore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |