Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαιθέρας
ουσιαστικό αρσενικό 1 e`tere ~m~ 2 chimica e`tere ~m~ 3 specialmente al plurale a`ria ~f~; cie`lo ~m~ τα αεροπλάνα σχίζουν τους αιθέρες==gli aeroplani sfrecciano nell'aria αιθήρ ουσιαστικό αρσενικό forma arcaica di [αιθέρας ^-α, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |