Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΑιθίοπας
ουσιαστικό αρσενικό eti`ope ~m~; abita`nte ~m~ dell'Etio`pia Αιθιοπίδα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [Αιθίοπας ^-α, ο^] 2 eti`ope ~f~; abita`nte ~f~ dell'Etio`pia Αιθιοπίνα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Αιθίοπας ^-α, ο^] Αιθίοψ ουσιαστικό αρσενικό forma arcaica di [Αιθίοπας ^-α, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |