Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αίθουσα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sala ~f~; a`ula ~f~
2 sala ~f~; sa|lone ~m~ αίθουσα αναμονής==sala d'aspetto | αίθουσα τελετών πανεπιστημίου==aula magna | κινηματογραφική αίθουσα==sala cinematografica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Αιθίοψ αιθρία  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η αίθουσα αναμονής = sala [θηλ.] d'attesa || η αίθουσα παιχνιδιών = sala [θηλ.] giochi || η αίθουσα αναχωρήσεων = sala [θηλ.] partenze


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---