GrecoItaliano


αίθουσα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sala ~f~; a`ula ~f~
2 sala ~f~; sa|lone ~m~ αίθουσα αναμονής==sala d'aspetto | αίθουσα τελετών πανεπιστημίου==aula magna | κινηματογραφική αίθουσα==sala cinematografica

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η αίθουσα αναμονής = sala [θηλ.] d'attesa || η αίθουσα παιχνιδιών = sala [θηλ.] giochi || η αίθουσα αναχωρήσεων = sala [θηλ.] partenze



Sfoglia il dizionario




{{ID:AIQOYSA100}}
---CACHE---