Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αιθύλιο
ουσιαστικό ουδέτερο
chimica
eti`le ~m~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αιθυλικός
αιθυλιώνω >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αιθρία
{χωρ. πληθ...
αίθριος
[επίθ.]
αιθυλένιο
{αιθυλενίο...
αιθυλένιον
[ουσ ουδ.]
αιθυλικός
[επίθ.]
αιθύλιο
{αιθυλί-ου...
αιθυλιώνω
[ρ. μτβ.]
αϊ-Καθίστρα
[θηλ.ουσ]
Αικατερίνα
[κύρ.όν. θηλ.]
Αιλουροειδές
[ουσ ουδ.]
Αιλουροειδή
[ουσ ουδ πληθ.]
αιλουροειδής
[επίθ.]
αίλουρος
{αίλουρων}
αίμα
{αίμ-ατος ...
αιμαγγίωμα
[ουσ ουδ.]
αιμάζω
[ρ.αμτβ.]
αιμαλωπία
[θηλ.ουσ]
αιμασιά
[θηλ.ουσ]
αιμάσσω
{μόνο στον...
αιματέμεση
{-ης κ. -έ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis