Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιθυλένιο  
ουσιαστικό ουδέτερο

chimica etile`ne ~m~

αιθυλένιον
ουσιαστικό ουδέτερο

forma arcaica di [αιθυλένιο ^-ου, το^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αίθριος αιθυλικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---