Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαίμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 sa`ngue ~m~ ομάδα αίματος==gruppo sanguigno | ανάλυση αίματος==esame del sangue | πέρνω αίμα==prelevare il sangue | χάνω αίμα==perdere sangue 2 ((per estensione)) discende`nza ~f~; parente`la ~f~ συγγένεια εξ αίματος==parentela di sangue | είναι από το ίδιο αίμα==sono dello stesso sangue | είναι αίμα μου==è il mio stesso sangue permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη ανάλυση αίματος = analisi [θηλ. άκλ.] del sangue || η ομάδα αίματος = gruppo [αρσ.] sanguigno || ρουφώ το αίμα = succhiare il sangue || φτύνω αίμα = sudare sangue Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |