Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιματοβαμένος
επίθετο

variante di [αιματοβαμμένος ^-η, -ο^]

αιματοβαμμένος  
επίθετο

1 insanguina`to; sanguina`nte; sanguinole`nto; intri`so, macchia`to di sa`ngue αιματοβαμμένο σπαθί==spada insanguinata
2 sanguina`rio; crue`nto; lorda`to di sa`ngue αιματοβαμμένος τύραννος==tiranno sanguinario | αιματοβαμμένα χέρια==mani insanguinate
3 ((figurato)) rosso sa`ngue; rosso sangui`gno αιματοβαμμένα χείλη==labbra color rosso sanguigno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιμάτινος αιματοβαφής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---