Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιματοκρίτης  
ουσιαστικό αρσενικό

medicina emato`crito ~m~; percentua`le ~f~ di glo`buli rossi nel sa`ngue

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιματογενής αιματοκυλάω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---