αιματοκυλίζω
ρήμα αμετάβατο
1 provoca`re uno spargime`nto di sa`ngue; insangui`nare ο εμφύλιος πόλεμος αιματοκύλισε τη χώρα==la guerra civile ha insanguinato il paese
2 scanna`re
αιματοκυλώ
ρήμα αμετάβατο
lo stesso che [αιματοκυλίζω]
αιματοκυλάω
ρήμα αμετάβατο
variante di [αιματοκυλώ], lo stesso che [αιματοκυλίζω]
αιματοκυλιέμαι
ρήμα παθητικό
variante di [αιματοκυλίζομαι]
ρήμα αμετάβατο
1 provoca`re uno spargime`nto di sa`ngue; insangui`nare ο εμφύλιος πόλεμος αιματοκύλισε τη χώρα==la guerra civile ha insanguinato il paese
2 scanna`re
αιματοκυλώ
ρήμα αμετάβατο
lo stesso che [αιματοκυλίζω]
αιματοκυλάω
ρήμα αμετάβατο
variante di [αιματοκυλώ], lo stesso che [αιματοκυλίζω]
αιματοκυλιέμαι
ρήμα παθητικό
variante di [αιματοκυλίζομαι]
permalink
αιματοκυλάω impf αιματ...
αιματοκυλιέμαι aor pass α...
αιματοκυλίζω {αιματοκύ-...
αιματοκυλώ (αιματοκύλ...
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
