GrecoItaliano


αιματοκυλίζω  
ρήμα αμετάβατο

1 provoca`re uno spargime`nto di sa`ngue; insangui`nare ο εμφύλιος πόλεμος αιματοκύλισε τη χώρα==la guerra civile ha insanguinato il paese
2 scanna`re

αιματοκυλώ
ρήμα αμετάβατο

lo stesso che [αιματοκυλίζω]

αιματοκυλάω
ρήμα αμετάβατο

variante di [αιματοκυλώ], lo stesso che [αιματοκυλίζω]

αιματοκυλιέμαι
ρήμα παθητικό

variante di [αιματοκυλίζομαι]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AIMATOKYLIZW100}}
---CACHE---