Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιματοκύλισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

spargime`nto ~m~ di sa`ngue; massa`cro ~m~; ecci`dio ~m~; stermi`nio ~m~; scanname`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιματοκυλίζω αιματοκυλισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---