Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Αιγύπτια, (raro) Αιγυπτία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Αιγύπτιος ^-ου, ο^]
2 egizia`na ~f~; abita`nte ~f~ dell'Egi`tto

Αιγύπτιος
ουσιαστικό αρσενικό

egizia`no ~m~; abita`nte ~m~ dell'Egi`tto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιγοπρόβατα αιγυπτιακός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---