Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγίγαντας
ουσιαστικό αρσενικό 1 giga`nte ~m~ 2 ((per estensione)) uo`mo ~m~ gigante`sco; colo`sso ~m~ 3 ((figurato)) gigante; persona di grande valore οι γίγαντες του πνεύματος==i giganti dello spirito γίγαντες ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός gastronomia fagiolo`ni ~mp~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |