Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γερμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [γέρνω]
2 inclina`to
3 obli`quo
4 prono
5 sghe`mbo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γερμάς γερνάω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---