Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
γεροκομάω
ρήμα μεταβατικό
variante di
[γεροκομώ]
γεροκομώ
ρήμα μεταβατικό
pre`ndersi cura di un anzia`no; assi`stere un anzia`no
γηροκομάω
ρήμα μεταβατικό
variante di
[γεροκομώ, γηροκομώ]
γηροκομώ
ρήμα μεταβατικό
variante di
[γεροκομώ]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< γεροδύναμος
γεροκομείο >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γερνώ
{έγειρα (ν...
γέρνω
{γερνάς......
γέρνω
{έγειρα (ν...
γεροδεμένος
[επίθ.]
γεροδύναμος
[επίθ.]
γεροκομάω
(-)
γεροκομείο
[ουσ ουδ.]
γεροκομημένος
[επίθ.]
γεροκομώ
[-άς, -ά]
γεροκουνενές
[ουσ αρσ ]
γεροκούσαλο
[ουσ ουδ.]
γεροκούτης
[ουσ αρσ ]
γερομπαμπαλής
{γερομπαμπ...
γερομπισμπίκης
{γερομπισμ...
γεροντάκι
[ουσ ουδ.]
γεροντάκος
[ουσ αρσ ]
γεροντάματα
[ουσ ουδ πληθ.]
γέροντας
{γερόντων}...
Γέροντες
[ουσ αρσ πληθ.]
γεροντικός
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis