Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγέροντας
ουσιαστικό αρσενικό 1 ve`cchio ~m~; veglia`rdo ~m~ 2 appellativo di religiosi revere`ndo padre ~m~ την ευλογία σου, γέροντα==reverendo padre, mi dia la Sua benedizione! Γέροντες ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός gli anzia`ni ~mp~; i vecchi ~mp~ γερόντισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [γέροντας ^-α, ο^] 2 ve`cchia ~f~; veglia`rda ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |