Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γεροντάκι  
ουσιαστικό ουδέτερο

vecchie`tto ~m~

γεροντάκος
ουσιαστικό αρσενικό

lo stesso che [γεροντάκι ^-, το^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γερομπισμπίκης γεροντάματα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---