Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γεροδεμένος  
επίθετο

1 cosa so`lido; sa`ldo γεροδεμένη κατασκευή==una costruzione solida
2 persona robu`sto; so`lido; gaglia`rdo γεροδεμένα μπράτσα==braccia solide | γεροδεμένο παλικάρι==giovanotto robusto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γέρνω γεροδύναμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---