Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γερνώ  
ρήμα αμετάβατο

invecchia`re; diventa`re ve`cchio γέρασε πριν της ώρας του==è invecchiato precocemente, prima del tempo

γερνώ
ρήμα μεταβατικό

invecchia`re; fare diventa`re ve`cchio τον γέρασαν οι στενοχώριες==i dispiaceri l'hanno invecchiato

γέρνω  
ρήμα αμετάβατο

1 σκύβω piega`rsi; china`rsi; curva`rsi; inclina`rsi; pe`ndere γέρνουν τα κλαδιά φορτωμένα φρούτα==i rami si chinano sotto il peso dei frutti | γέρνει ελαφριά ο δεξιός του ώμος==ha la spalla destra che pende leggermente | έγειρε στο μαξιλάρι κι αποκοιμήθηκε αμέσως==appoggiò la testa sul guanciale e si addormentò subito
2 diste`ndersi; ste`ndersi; corica`rsi; sdraia`rsi πήγε να γείρει μια ωρίτσα μετά το φαγητό==è andato a stendersi per un'oretta dopo il pranzo
3 tramonta`re; cala`re ο ήλιος άρχισε να γέρνει==il sole sta calando

γέρνω
ρήμα μεταβατικό

1 curva`re; piega`re; inclina`re γέρνω ένα κλαδί==piegare, curvare un ramo | γέρνω ένα δοχείο==inclinare un recipiente | γέρνω μπροστά το κεφάλι μου==chinare il capo | έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του==appoggiò la testa sulla spalla di lui | γέρνω προς τα πίσω το κεφάλι μου==rovesciare la testa all'indietro
2 socchiu`dere; accosta`re γείρε λίγο την πόρτα==accosta un po' la porta!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γερνάω γεροδεμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---