Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γέρασμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 senesce`nza ~f~
2 senilità ~f~
3 età ~f~ seni`le

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γέρας γερασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---